- ώψ
- ὠπός, ἡ και ὁ, Α1. οφθαλμός, μάτι2. πρόσωπο, όψη («ἀθανάτοις δὲ θεοῑς εἰς ὦπα ἐΐσκειν παρθενικῆς καλὸν εἶδος», Ησίοδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται στην αιτ. ὦπα και σε σύνθεση στους επιρρμ. τ. εἰσῶπα, ἐνῶπα. Ανάγεται στην εκτεταμένη μορφή τής ΙΕ ρίζας *okw- «βλέπω» (βλ. λ. όπωπα)].
Dictionary of Greek. 2013.